Η παγκόσμια οικονομία επιβραδύνεται
Ο Γιάννης Τιρκίδης εξηγεί τις επιπτώσεις του γεωπολιτικού κινδύνου
Ο Ιωάννης Τιρκίδης, Διευθυντής Οικονομικών Ερευνών της Τράπεζας Κύπρου, μιλά για τα κύρια ανοικτά ζητήματα που διαμορφώνουν το νέο νομισματικό τοπίο, καθώς και για τις αβεβαιότητες στην Ευρώπη και στη ζώνη του ευρώ.
Ο κ.Τιρκίδης εξηγεί ότι «η παγκόσμια οικονομία εμφανίζει όλο και περισσότερο σημάδια επιβράδυνσης του ρυθμού ανάπτυξής της. Από τις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι την Κίνα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι προβλέψεις οικονομικής ανάπτυξης αναθεωρούνται προς τα κάτω. Ο ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης), στις τελευταίες ενδιάμεσες οικονομικές του προβλέψεις που δημοσίευσε τον Σεπτέμβριο του τρέχοντος έτους, μείωσε τους ρυθμούς μεγέθυνσης του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και προειδοποιεί για ένα διάστημα χαμηλής ανάπτυξης».
Όπως επισημαίνει «ο κύριος λόγος για την επιβράδυνση, κατά τον ΟΟΣΑ, είναι η αυξανόμενη αβεβαιότητα που απορρέει από τον γεωπολιτικό κίνδυνο. Από το Brexit, μέχρι τις κλιμακούμενες αντιπαλότητες στον Περσικό Κόλπο και τους εμπορικούς πολέμους, η αβεβαιότητα θα συνεχίσει να αυξάνεται».
Ο εμπορικός πόλεμος
Ο κ. Τιρκίδης σε δηλώσεις του αναφέρει πως «ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, ακόμη και αν υπάρξει προσωρινή συμφωνία βραχυπρόθεσμα, πλήττει ήδη την παγκόσμια ανάπτυξη μειώνοντας την αύξηση του όγκου των εμπορικών συναλλαγών και εισάγοντας μεγαλύτερη αβεβαιότητα. Ταυτόχρονα, οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιδεινώνονται και η προοπτική των αντιποίνων από τις δύο πλευρές είναι πάρα πολύ πραγματική».
Όπως διευκρινίζει, «ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου καθίσταται όλο και περισσότερο δυσλειτουργικός λόγω του αποκλεισμού των διορισμών στο δευτεροβάθμιο όργανο επίλυσης εμπορικών διαφορών μεταξύ των χωρών. Αυτό μετατοπίζει ένα σύστημα βασισμένο σε καθολικούς κανόνες σε ένα σύστημα που θα βασίζεται κυρίως στις διμερείς διαπραγματεύσεις κάτι που εισάγει ακόμη μεγαλύτερη αβεβαιότητα στο εμπόριο και στην παγκόσμια οικονομία. Επηρεάζονται σε μεγαλύτερο βαθμό οι κατεξοχήν εξαγωγικές χώρες όπως η Κίνα και η Γερμανία».
Στις δηλώσεις του κάμνει ιδιαίτερη αναφορά στην ευρωζώνη τονίζοντας πως «η ευρωζώνη έχει καταστεί ευάλωτη σε εξωτερικούς κραδασμούς τα τελευταία χρόνια λόγω της μεγάλης εξάρτησής της από τις εξαγωγές και ως εκ τούτου επηρεάζεται έντονα από τις παγκόσμιες εμπορικές αναταράξεις». «Οι μεγάλες χώρες μέλη της Ευρωζώνης», διευκρινίζει, «συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας και της Ιταλίας, ενδέχεται να βρίσκονται ήδη σε ύφεση. Μετά την άνοδο στο 2% περίπου στο τέλος του 2018, ο γενικός πληθωρισμός επιβραδύνθηκε και πάλι τους τελευταίους μήνες και ο βασικός ρυθμός εξακολουθεί να είναι περίπου στο 1%. Έτσι, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εισέρχεται σε αυτήν τη δυνητικά δύσκολη περίοδο με περιορισμένο περιθώριο για μείωση επιτοκίων, και με ένα μεγάλο ισολογισμό που καθιστά δυσκολότερη τη χρήση των σημερινών συμβατικών και μη εργαλείων νομισματικής πολιτικής. Πρόκειται για μια μείζονα πρόκληση».